ἔσφαξας

ἔσφαξας
σφάζω
slay
aor ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προτέλειος — ον, Α 1. αυτός που γίνεται πριν από το τέλος μιας επίσημης πράξης 2. εκκλ. αυτός που έγινε τέλειος εκ τών προτέρων («προτέλειος Ἰησοῡς», Διον. Αρεοπ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προτέλεια (ενν. ἱερά) η θυσία που προσφερόταν πριν από μια ιερή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”